Ο «αίλουρος»!
(γράφει ο Νίκος Δημ.
Νικολαΐδης)
Υπήρξε ένας
από τους κορυφαίους τερματοφύλακες της γενιάς του, ίσως ο τρίτος καλύτερος μετά
τους Νίκο Πετζαρόπουλο του Πανιωνίου
και Στάθη Μανταλόζη του Εθνικού
Πειραιώς. Η «ατυχία» του ήταν πως αγωνιζόταν στο «μικρό» Αιγάλεω, σε σχέση με
τις ομάδες των δυο προαναφερομένων. Στα
μέσα της δεκαετίας του ’50, τότε που στο ποδοσφαιρικό στερέωμα της πρωτεύουσας
ανέτειλαν οι (λίγα χρόνια νεώτεροί του)
Μιχάλης Βουτσαράς (ΠΑΟ), Στέλιος Σεραφείδης (ΑΕΚ), Στάθης Τσανακτσής (Απόλλων
Αθηνών) και Σάββας Θεοδωρίδης (ΟΣΦΠ), ο Χρήστος
Αντύπας (για τον οποίο μιλάμε) ήταν ήδη πασίγνωστος. Το δικό του «άστρο»
έλαμπε ήδη εκτυφλωτικά στα γήπεδα της Α’ κατηγορίας Αθηνών, χάρις στο σπουδαίο
παρουσιαστικό του, με εκπληκτικά δομημένο σωματότυπο και ύψος ιδανικό για
γκολκίπερ της εποχής (1.83 μ.).
Ευθυτενής, λυγερόκορμος, με φυσικά προσόντα που πολλοί
συνάδελφοί του ζήλευαν, αποτελούσε το καμάρι του «Πυριτιδοποιείου» αλλά και όλης
της δυτικής Αθήνας, που μοναδικός της εκπρόσωπος στο κορυφαίο Αθηναϊκό
πρωτάθλημα ήταν το συγκρότημα της πόλης μας. Την εξαιρετική εντύπωσή για αυτόν
συμπλήρωνε το πρόσωπό του, που θύμιζε σταρ του Αμερικανικού σινεμά (κάτι μεταξύ
Έρολ Φλυν και Κλαρκ Γκέϊμπλ) ένα απολύτως
αρρενωπό πρότυπο που από τους σύγχρονους παίκτες πλησίαζε ίσως μόνο ο
Αλβανός Φότο Στρακόσια.
Το μεσογειακό του ταμπεραμέντο, ωστόσο, αποτελούσε και το
μεγαλύτερο μειονέκτημά του. Παρά το ότι οι ικανότητές του (η εκπληκτική εκτίναξη και τα αστραπιαία αντανακλαστικά) αρκούσαν
για να του χαρίσουν την αποθέωση και να τον αναδείξουν σε μια από τις πλέον
διάσημες φυσιογνωμίες της ιστορίας του Αιγάλεω Α.Ο., ο ίδιος μπορούσε από τη
μια στιγμή στην άλλη, να γκρεμίσει μονομιάς, ότι με κόπο έχτιζε κατά τη
διάρκεια ενός αγώνα. Κι αυτό, διότι, όταν τον έπιανε το φοβερό του πείσμα, τον
οδηγούσε σε παιδιάστικες αντιδράσεις.
Κι όμως, ακόμη και τότε, δεν έπαυε να είναι ο ίδιος αθλητής,
που ξένα περιοδικά εξυμνούσαν ως ισάξιο
κάποιων τεράστιων ποδοσφαιρικά μορφών σαν το Σοβιετικό Λεβ Γιασίν, ή τον
Ιρλανδό Γκρεκ!
Ο Αντύπας (που ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην Άρτεμη
Αιγάλεω) πραγματοποίησε το «ντεμπούτο» του, ως παρτενέρ του Νίκου Μπαϊρακτάρη, την περίοδο 1952-53
στο πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας Αθηνών. Ήταν η Κυριακή 8 Μαρτίου του 1953,
όταν για πρώτη φορά υπερασπίστηκε τα γκολπόστ της πρώτης ομάδας του Αιγάλεω
στον εκτός έδρας αγώνα με αντίπαλο τον Εθνικό Αστέρα, στο γήπεδο της
Καισαριανής («Νήαρ-Ήστ»). Ήταν η 12η αγωνιστική της χρονιάς και το παιχνίδι
έληξε με σκορ 3-1 υπέρ των γηπεδούχων.
Ακολούθησαν έντεκα συνεχή χρόνια, κατά τη διάρκεια των
οποίων ο -αείμνηστος πλέον- Χρήστος ήταν βασικός και αναντικατάστατος. Με τα
χρώματα της ομάδας μας συμμετείχε συνολικά σε 147 επίσημους αγώνες των διοργανώσεων της Α’ τοπικής κατηγορίας
(1953-59), της Β’ Εθνικής (1960-61) και της Α‘ Εθνικής κατηγορίας (1962-64),
ενώ στη δύση της καριέρας του αγωνίσθηκε για ακόμη 6 μήνες στο γειτονικό Περιστέρι.
Σπουδαίο όνομα απόκτησε ιδιαίτερα την πενταετία 1955-59,
όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με όλους τους αντιπάλους επιθετικούς των κορυφαίων
Αθηναϊκών συλλόγων (ΠΑΟ, ΑΕΚ, Απόλλωνα, Πανιωνίου, Φωστήρα, Αστέρα Αθηνών
κ.α.).
Στην Εθνική Ανδρών δεν εκλήθη, όχι διότι δεν το άξιζε, αλλά
γιατί, όπως και ο Τρύφων Τζανετής
δήλωνε συχνά, δε το επέτρεψαν τα «κυκλώματα» της εποχής. Ήταν φυσικά, επίλεκτο
μέλος της Εθνικής ομάδας των Ενόπλων.
Όσον αφορά στην πολιτική του ζωή, ο Αντύπας είχε από πολύ
μικρός μάθει να παλεύει για τα προς το ζην και αυτό έπραξε μέχρι το τέλος του
βίου του, που δυστυχώς δεν ήταν ιδιαίτερα μακρύς. Τον θυμάμαι, σε αρκετά
προχωρημένη ηλικία για εργασία, να μοχθεί για το μεροκάματο με μια περηφάνια
που με έκανε να ριγήσω...
Μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν τον είχα επισκεφθεί στο σπίτι
του στο Χαϊδάρι μαζεύοντας στοιχεία για την ιστορία του Αιγάλεω που τότε
ετοίμαζα, τον άκουσα να μου εκμυστηρεύεται πικραμένος, το μοναδικό του παράπονο:
Πως, παρότι τον γνώριζαν οι πάντες, η
διοίκηση της Π.Α.Ε. δεν είχε κάνει τίποτα, ούτε το ελάχιστο, για να τον τιμήσει.
Έστω, δίνοντάς του ένα συμβολικό πόστο, όπως λ.χ. «να κουρεύω το γρασίδι στο γήπεδο...»
«’Έφυγε» νωρίς, πριν καν συμπληρώσει επτά δεκαετίες ζωής,
απογοητευμένος επειδή το επίσημο Αιγάλεω τον είχε ξεχάσει... Δεν πειράζει Χρήστο. Θα σε θυμόμαστε όλοι
εμείς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου